επικρατώ — επικρατώ, επικράτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικρατώ — (AM ἐπικρατῶ, έω) [κρατώ] 1. επιβάλλομαι, υπερτερώ, νικώ («τῶν δὲ ἐχθρῶν πλέον ἐπικρατήσετε», Λυσ.) 2. (για καταστάσεις, έννοιες, διαθέσεις κ.λπ.) υπερισχύω, κυριαρχώ, υπερέχω («επικράτησε η σύνεση») 3. (για λόγους, θεωρίες, τάσεις κ.λπ.) είμαι… … Dictionary of Greek
ἐπικρατῶ — ἐπικρατέω rule over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικρατέω rule over pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπικρατέω rule over pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπικρατέω rule over pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπολάζω — (AM ἐπιπολάζω) [επιπολής] παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («οἱ ἐγχέλεις οὐκ ἐπιπολάζουσιν οὐδὲ φέρονται ἄνω», Αριστοτ.) αρχ. 1. (ειδ.) (για τροφή) μένω άπεπτος στο στομάχι 2. (για πτηνά) πετώ ψηλά 3. (για πρόσ.) βρίσκομαι στην κορυφή,… … Dictionary of Greek
κατέχω — (AM κατέχω) 1. έχω κάτι υπό την κατοχή μου, είμαι κύριος ενός πράγματος (α. «κατέχει το κτήμα» β. «κρατεῑν ὧν κατεσχήκασι κλήρων») 2. κρατώ υπό την εξουσία μου, εξουσιάζω (α. «ο εχθρός κατέχει την πόλη» β. «τὴν χρονώδη Θρῄκην κατέχει», Ευρ.) 3.… … Dictionary of Greek
κατακρατώ — (AM κατακρατῶ, έω) νεοελλ. κρατώ κάποιον δια τής βίας και παρά τον νόμο ή έχω κάτι υπό την κατοχή μου χωρίς να έχω το δικαίωμα μσν. 1. καταβάλλω, νικώ 2. κρατώ κάτι στα χέρια μου για πολλή ώρα 3. συγκρατώ, εμποδίζω 4. κρατώ κάτι στη μνήμη μου,… … Dictionary of Greek
συνεπικρατώ — έω, Α [ἐπικρατῶ] επικρατώ, κυριαρχώ μαζί με άλλον … Dictionary of Greek
αντεπικρατώ — ἀντεπικρατῶ ( έω) (Α) επικρατώ έναντι κάποιου ο οποίος προσπαθεί να επικρατήσει … Dictionary of Greek
αριστεύω — (AM ἀριστεύω) [άριστος] είμαι ο άριστος, πρωτεύω, επικρατώ σε κάτι σε σύγκριση με τους άλλους («αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων») νεοελλ. παίρνω τον βαθμό άριστα σε εξετάσεις … Dictionary of Greek
βασιλεύω — (AM βασιλεύω) Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς 2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ 3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση μσν. νεοελλ. 1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα») 2.… … Dictionary of Greek